κανναβούρι

κανναβούρι
το
κανναβόσπορος, σπόρος του φυτού «κάνναβις η ήμερος»: Κανναβούρι τρως κάθε πρωί και όλο μιλάς;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καναβούρι — και κανναβούρι, το (Μ καν[ν]αβούρι[ν]) [κάν(ν)αβις] ο σπόρος τού φυτού κάν(ν)αβη …   Dictionary of Greek

  • υφάντης — (textor). Γένος πτηνών της οικογένειας των Πλοκειδών. Περιλαμβάνει μικρόσωμα ή μεγαλόσωμα πουλιά με παχύ ράμφος μακρουλό και κωνικό. Τα φτερά και η ουρά του είναι μέτρια και καταλήγουν σε στρογγυλοειδή άκρα, τα δε πόδια τους είναι αρκετά ψηλά και …   Dictionary of Greek

  • υφαντής — (textor). Γένος πτηνών της οικογένειας των Πλοκειδών. Περιλαμβάνει μικρόσωμα ή μεγαλόσωμα πουλιά με παχύ ράμφος μακρουλό και κωνικό. Τα φτερά και η ουρά του είναι μέτρια και καταλήγουν σε στρογγυλοειδή άκρα, τα δε πόδια τους είναι αρκετά ψηλά και …   Dictionary of Greek

  • φλάντζα — Εξάρτημα στεγανότητας που εφαρμόζεται μεταξύ μεταλλικών επιφανειών ώστε να εμποδίζεται η διαρροή των ρευστών. Λέγεται και παρέβυσμα. Για φ. χρησιμοποιούνται διάφορα ευκολοπροσάρμοστα υλικά, ανάλογα με τις πιέσεις και τις θερμοκρασίες λειτουργίας… …   Dictionary of Greek

  • χάσις — Ονομασία φυτού και διαφόρων προϊόντων, τα οποία προέρχονται από αυτό. Το φυτό είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία ινδική κάνναβις (κανναβούρι). Συγκεκριμένα με την ονομασία αυτή είναι γνωστά οι ανθισμένες κορυφές του φυτού μαζί με τα φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • χασίς — Ονομασία φυτού και διαφόρων προϊόντων, τα οποία προέρχονται από αυτό. Το φυτό είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία ινδική κάνναβις (κανναβούρι). Συγκεκριμένα με την ονομασία αυτή είναι γνωστά οι ανθισμένες κορυφές του φυτού μαζί με τα φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • Ιζέρ — I (Isère). Ποταμός (περ. 80 χλμ.) της βόρειας Γαλλίας και του δυτικού Βελγίου. Πηγάζει από το Σεντ Ομέρ και εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα, σε απόσταση 3 χλμ. από το Νιούπορτ. Μάχη του Ι. Με την ονομασία αυτή είναι γνωστό το τελευταίο επεισόδιο της… …   Dictionary of Greek

  • κανάβι και κάνναβη — (κάνναβις η ήμερος κοινή). Φυτό της οικογένειας των μορεϊδών και κατ’ άλλους των κανναβινιδών (δικοτυλήδονα). Είναι φυτό ποώδες, με όρθιο βλαστό και έχει ύψος γύρω στα 2 μ., απλό ή λίγο διακλαδιζόμενο στο ανώτερο τμήμα. Έχει φύλλα αντίθετα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”